Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρέκα
1 εγγραφή
γκρέκα η [gréka] Ο25 : μαίανδρος1.

[αντδ. < ιταλ. greca, θηλ. του επιθ. greco < λατ. Grecus (δες στο Γραικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες