Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκοφρέ
2 εγγραφές [1 - 2]
γκοφρέ [gofré] Ε (άκλ.) : για ύφασμα ή για χαρτί στο οποίο, με ειδική επεξεργασία, δημιουργούνται ανάγλυφα σχήματα στην επιφάνειά του.

[λόγ. < γαλλ. gaufré]

γκοφρέτα η [gofréta] Ο25 : μπισκότο φτιαγμένο από αλλεπάλληλα λεπτά φύλλα ζύμης περιχυμένα συνήθ. με σοκολάτα.

[γαλλ. gaufrett(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες