Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκολκήπερ
1 εγγραφή
γκολκήπερ ο [golkíper] Ο (άκλ.) : τερματοφύλακας.

[αγγλ. goalkeeper με επίδρ. του γκολ (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες