Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιουβέτσι το [juvétsi] & γκιουβέτσι το [
uvétsi] Ο44 : φαγητό από κρέας και ζυμαρικά που ψήνεται στο φούρνο, συνήθ. σε ειδικό πήλινο πλατύ και χαμηλό σκεύος. || το ίδιο το σκεύος. γιουβετσάκι το & γκιουβετσάκι το YΠΟKΟΡ ατομικό γιουβέτσι. [γκιου-: τουρκ. güveç -ι· γιου-: λόγ. επίδρ.]
- γκι το [gí] Ο (άκλ.) : φυτό που ζει ως παράσιτο επάνω στα κλαδιά ορισμένων δέντρων και έχει μικρούς άσπρους κολλώδεις καρπούς: Xριστουγεννιάτικος στολισμός με ~.
[λόγ. < γαλλ. gui]
- γκιαούρης ο [gaúris] Ο11 θηλ. γκιαούρισσα [gaúrisa] Ο27 : (υβρ.) ο μη μουσουλμάνος, ο άπιστος, ως χαρακτηρισμός των χριστιανών από τους Tούρκους.
[τουρκ. gâvur (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.) -ης μειωτ. για τους μη μουσουλμάνους < περσ. gäbr `πυρολάτρης΄· γκιαούρ(ης) -ισσα]
- γκιλοτίνα η [gilotína] Ο25 : η λαιμητόμος.
[παλ. ιταλ. ghilottina < γαλλ. guillotine < ανθρωπων. Guillotin (όν. γιατρού που την επινόησε για ανθρωπιστικούς λόγους)]
- γκινέα η [ginéa] Ο25 : παλαιό χρυσό αγγλικό νόμισμα που η αξία του ήταν ίση με είκοσι ένα σελίνια.
[ιταλ. ghinea < γαλλ. guinea < αγγλ. guinea]
- γκίνια η [gí
a] Ο25α : κακοτυχία, αναποδιά στα χαρτιά. ANT ρέντα: Είχα μεγάλη ~ χτες βράδυ. Mωρέ ~ απόψε! || (έκφρ.) έσπασε / θα σπάσει η ~, θα έρθουν καλύτερες μέρες. [ιταλ. ghigna]
- γκιόνης ο [gónis] Ο11 : νυκτόβιο πουλί που ανήκει στην ίδια οικογένεια με την κουκουβάγια και που ονομάζεται έτσι από το χαρακτηριστικό ήχο της φωνής του.
[αλβ. gjion -ης]
- γκιόσα η [gósa] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) κατσίκα με μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες γραμμές στο πρόσωπο. 2. (μτφ., υβρ.) για άσχημη γυναίκα μεγάλης ηλικίας ή για γυναίκα δύστροπη.
[βλάχ. ghes(ŭ) `μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]
- γκιουλέκας ο [gulékas] Ο4 πληθ. γκιουλέκηδες : (λαϊκότρ.) ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς: Kάνει τον γκιουλέκα.
[ίσως ανθρωπων. (όν. Aλβανού επαναστάτη)]
- γκιούμι το [gúmi] Ο44 : μεταλλικό δοχείο με λαβή και με λαιμό που στενεύει.
[τουρκ. güğüm -ι (χαλαρή άρθρ. του [ğ] στα τουρκ.) με απλοπ. των δύο όμ. φων.]