Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκεστάπο η [gestápo] Ο (άκλ.) : η πολιτική αστυνομία της χιτλερικής Γερμανίας. || (προφ.) για πρόσωπο αυταρχικό.
[γερμ. αρκτικόλ. Ge(heime) Sta(ats)po(lizei) `μυστική κρατική αστυνομία΄]