Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαρσονιέρα
1 εγγραφή
γκαρσονιέρα η [garsonéra] Ο25α : μικρό διαμέρισμα ενός δωματίου: Nοίκιασε μια ~ για τις παράνομες ερωτικές συναντήσεις του.

[λόγ. < γαλλ. garçonnièr(e) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες