Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαζόλαμπα
1 εγγραφή
γκαζόλαμπα η [gazólamba] Ο27α : λάμπα πετρελαίου: Στο καταφύγιο είχαμε μόνο γκαζόλαμπες.

[γκάζ(ι) -ο- + λάμπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες