Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαζόζα
1 εγγραφή
γκαζόζα η [gazóza] Ο25α : εμφιαλωμένο αεριούχο αναψυκτικό.

[τουρκ. gazoz < ιταλ. gazzosa ή γαλλ. gazeuse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες