Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκαζοζέν το [gazozén] Ο (άκλ.) : αυτοκίνητο που λειτουργούσε με αέριο και που ήταν σε κυκλοφορία κυρίως κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. || (επέκτ.) σαράβαλο.
[λόγ. < γαλλ. gazogène]