Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαζιέρα
1 εγγραφή
γκαζιέρα η [gazjéra] Ο25α : κινητή συσκευή μαγειρέματος που λειτουργεί συνήθ. με πετρέλαιο και που ήταν σε κοινότατη χρήση παλαιότερα.

[γκάζ(ι) -ιέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες