Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκαβωμάρα η [gavomára] Ο25α : (χλευ.) η ιδιότητα του γκαβού· στραβωμάρα. || απροσεξία εξαιτίας της οποίας δε βλέπουμε κτ.: ~ έχεις και δε βλέπεις ολόκληρο φορτηγό;
[γκαβ(ός) -ωμάρα]