Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαβά
1 εγγραφή
γκάβακας ο [gávakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (προφ., μειωτ.) γκαβός, κυρίως στη σημ. β.

[γκαβ(ός) -ακας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες