Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκάφα η [gáfa] Ο25α : άστοχη, αδέξια, άκαιρη πράξη ή ενέργεια που γίνεται από άγνοια ή από επιπολαιότητα και έχει συνήθ. δυσάρεστες συνέπειες.
[γαλλ. gaff(e) -α]
- γκαφαδόρος ο [gafaδóros] Ο18 : αυτός που κάνει συχνά γκάφες· γκαφατζής.
[γκάφ(α) -αδόρος]