Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκάμα
1 εγγραφή
γκάμα η [gáma] Ο25α : 1. (μουσ.) η κλίμακα. 2. διαδοχή σύμφωνα με μια φυσική διαβάθμιση: ~ χρωμάτων. Πέρασε απ΄ όλη την ~ των συναισθημάτων. || φάσμα δυνατοτήτων: Hθοποιός με πλούσια ~. ~ θεμάτων / προβλημάτων.

[αντδ. < ιταλ. gamma (παλαιότ. η πρώτη νότα της κλίμακας αντί για το σημερ. ντο και συνεκδ. ολόκληρη η κλίμακα) < αρχ. γάμμα (τρίτο γράμμα του αλφαβήτου)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες