Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκάγκαρος ο [gágaros] Ο20 : (παρωχ.) χαρακτηρισμός που δινόταν στους γηγενείς Aθηναίους.
[γκάγκαρο -ς < ιταλ. ganghero `στρόφιγγα΄ (σκωπτικά, επειδή υποτίθεται ότι μαντάλωναν την πόρτα τους) και προχωρ. αφομ. [a-e > a-a] (;)]



