Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιόμα το [jóma] Ο48 : (λαϊκότρ.) το μεσημέρι: Kαι κράτησε ο πόλεμος από την αυγή ως το ~.
[αρχ. γεῦμα `γεύση, τροφή΄ > μσν. γέμα (αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ) > μσν. γιόμα `μεσημεριανό φαγητό΄, ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- γιοματάρι το [jomatári] Ο44 : το καινούριο κρασί από βαρέλι που μόλις ανοίχτηκε και με επέκταση το ίδιο το βαρέλι: Bάλε μας από το ~. Άνοιξε καινούριο ~.
[μσν. γιοματάριν < υποκορ. ουδ. επιθ. γιομάτ(ο) -άρι(ον), ίσως από τη σημ.: `γεμάτο βαρέλι΄]
- γιομάτος -η -ο [jomátos] Ε3 : (λαϊκότρ.) γεμάτος.
[μσν. γιομάτος < γεμάτος ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]