Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιόκας ο [jókas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : συναισθηματικά φορτισμένος τύπος για τη λέξη γιος· ο κανακάρης: Nα χαρώ εγώ το γιόκα μου! Έλα να περιμαζέψεις το γιόκα σου από τους δρόμους.
[μσν. γιόκας < γι(ος) -όκας (σπάνιο υποκορ. επίθημα < (;), σύγκρ. χαϊδευτικό Θανασόκας υποκορ. του Θανάσης)]



