Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιούκος
1 εγγραφή
γιούκος ο [júkos] Ο18 : (λαϊκότρ.) στοίβα από κλινοσκεπάσματα, παπλώματα, κιλίμια κτλ.

[τουρκ. yük > το γιούκι, ουδ. εν. που θεωρήθηκε αρσ. πληθ. οι γιούκοι > ο γιούκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες