Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιοφύρι το [jofíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το γεφύρι: Tης Άρτας το ~, και ως έκφραση για έργο που δεν μπορεί να τελειώσει.
[μσν. γιοφύρι(ο)ν < ελνστ. γεφύριον ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [f] ) υποκορ. του αρχ. γέφυρα]



