Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιος
2 εγγραφές [1 - 2]
γιος ο [jós] Ο17 : το αρσενικό παιδί σε σχέση με τους γονείς του: Έχει τέσσερις γιους και μία κόρη. Ο ~ του σπούδασε γιατρός. Πρωτότοκος ~. ΠAΡ ΦΡ κατά μάνα* και πατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα. (έκφρ.) από πατέρα σε γιο, από γενιά σε γενιά.

[μσν. γιος < υγιός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. υἱός (ελνστ. προφ. [yós] ) με ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]

ροσμαρίνι το [rozmaríni] & διοσμαρίνι το [δjozmaríni] & γιοσμαρίνι το [jozmaríni] Ο44 : το δεντρολίβανο.

[βεν. *rosmarin ή ιταλ. rosmarin(o) (πρβ. ελνστ. ρωσμαρῖνον < λατ. ros marinus)· παρετυμ. δυόσμος· ιταλ. (διαλεκτ.) *iosmarin (πρβ. μσνλατ. ius marinus)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες