Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιομίζω [jomízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) γεμίζω.
[μσν. *γιομίζω (πρβ. γιομάτος) < γεμίζω ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. *γιομίζω (πρβ. γιομάτος) < γεμίζω ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |