Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιομίζω
1 εγγραφή
γιομίζω [jomízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) γεμίζω.

[μσν. *γιομίζω (πρβ. γιομάτος) < γεμίζω ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες