Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιογιό
2 εγγραφές [1 - 2]
γιογιό 1 το [jojó] Ο (άκλ.) : παιδικό παιχνίδι που αποτελείται από δύο ημισφαιρικά συνήθ. ξύλινα κομμάτια ενωμένα στην επίπεδη πλευρά τους· στο σημείο της ένωσης υπάρχει εγκοπή, για να τυλίγεται χοντρή κλωστή που το κάνει να ανεβοκατεβαίνει.

[γαλλ. Yo-yo σήμα κατατ.]

γιογιό 2 το : (οικ.) μικρό παιδικό δοχείο για ούρηση και για αφόδευση· καθοικάκι.

[< γιογιό 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες