Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιδίσιος
1 εγγραφή
γιδίσιος -α -ο [jiδísxos] Ε4 κατσικίσιος: Γιδίσιο μαλλί / γάλα.

[γίδ(α) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες