Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιασεμί
1 εγγραφή
γιασεμί το [jasemí] Ο43 : θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά άσπρα ή κίτρινα ευωδιαστά λουλούδια: Διπλό ~. Xιώτικο ~. || το λουλούδι του παραπάνω φυτού. γιασεμάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. yasemin (από τα περσ.) με αποβ. του τελ. συμφ. (πρβ. ελνστ. ἰάσμη από τα περσ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες