Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιαούρτωμα
1 εγγραφή
γιαούρτωμα το [jaúrtoma] Ο49 : η ενέργεια του γιαουρτώνω: Tου χρειαζόταν ~ και όχι επευφημίες.

[γιαουρτώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες