Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιαουρτάς
1 εγγραφή
γιαουρτάς ο [jaurtás] Ο1 : αυτός που παρασκεύαζε ή και πουλούσε γιαούρτι στα σπίτια διαλαλώντας το εμπόρευμά του.

[γιαούρτ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες