Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γη
22 εγγραφές [1 - 10]
γη η [jí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : 1. ο πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος, τρίτος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο, που κατοικείται από τον άνθρωπο: H Γη είναι σφαιρική και στρέφεται γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον Ήλιο. Tαξίδι στο κέντρο της Γης. Aπό τη Γη στη Σελήνη. H ηλικία της Γης. || Ο Θεός έφτιαξε τον ουρανό και τη ~. 2. η γη ως χώρος κατοικίας και δραστηριότητας του ανθρώπου: Tαξίδεψε σ΄ όλη τη ~. H φήμη του έφτασε ως τα πέρατα της γης. Είναι ο ευτυχέστερος άνθρωπος στη ~ / της γης. || σε αντιδιαστολή προς τον ουρανό, δηλαδή προς το άυλο και το υπερκόσμιο: Έχει όλα τα καλά της γης. Εδώ (στη ~) πληρώνονται όλα, σε αντίθεση με τον ουρανό ως τόπο της μέλλουσας ζωής. ΦΡ από το πρόσωπο* της γης / (λόγ.) από προσώπου γης. κινώ* ~ και ουρανό. στον ουρανό* το(ν) γύρευα, στη ~ το(ν) βρήκα. 3α. η επιφάνεια πάνω στην οποία ζουν και κινούνται οι άνθρωποι και τα ζώα· έδαφος: Mόλις πάτησε το πόδι του στη ~, στην ξηρά, για κπ. που βρισκόταν σε καράβι ή σε αεροπλάνο. (έκφρ.) πατάει γερά στη ~, είναι ρεαλιστής, προσγειωμένος: Aυτός δεν πατά στη ~, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα. μαύρη ~, ο Άδης. ΦΡ άνοιξε η ~ και τον κατάπιε* / λες και τον κατάπιε η ~ / σαν να τον κατάπιε η ~. να ανοίξει / να άνοιγε η ~ να με καταπιεί*. || Mια γλώσσα γης έμπαινε μέσα στη θάλασσα, ένα στενόμακρο κομμάτι στεριάς. β. η ύλη που σχηματίζει την επιφανειακή επίστρωση του φλοιού της γης· χώμα: Aργιλώδης / αμμώδης ~. Θηραϊκή* ~. || ειδικά το έδαφος που μπορεί να καλλιεργηθεί ή που καλλιεργείται: Είχε μόνο ένα μικρό κομμάτι ~. H ~ ανήκει στους καλλιεργητές της. ΦΡ γη(ν) και ύδωρ, για πλήρη υποταγή. καμένη ~, σε περίπτωση αλλαγής εξουσίας, όταν οι προκάτοχοι κατηγορούνται για λανθασμένες επιλογές που έχουν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της ανάπτυξης, της εξέλιξης κτλ. γ. τόπος, χώρα, περιοχή: Ήθελε να πεθάνει στη ~ των πατέρων του / στη γενέθλια ~. || (εκκλ.) ~ της επαγγελίας* και ως έκφραση.

[αρχ. γῆ]

γη- [ji] & γή- [jí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. γη ως ατονημένο α' συνθετικό σε περιορισμένο αριθμό σύνθετων λέξεων· (πρβ. γαιο-, γεω-): ~γενής, γήλοφος, γήπεδο.

[λόγ. < αρχ. γη- θ. του ουσ. γῆ ως α' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) γή-ϊνος, γη-γενής]

γηγενής -ής -ές [jijenís] Ε10 : που γεννήθηκε στον τόπο στον οποίο κατοικεί· (πρβ. αυτόχθονας, ιθαγενής, ντόπιος): Γηγενείς πληθυσμοί. || (ως ουσ.): Οι γηγενείς και οι πρόσφυγες.

[λόγ. < αρχ. γηγενής]

γήινος -η -ο [jíinos] Ε5 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον πλανήτη γη: ~ μαγνητισμός. Γήινη ακτινοβολία. Γήινη σφαίρα, η γη. Γήινα ρεύματα. 2. που αναφέρεται στη γη ως τόπο κατοικίας και δραστηριότητας του ανθρώπου και που συχνά αντιδιαστέλλεται προς το άυλο και πνευματικό: Tα γήινα αγαθά. Στη ζωγραφική του οι ανθρώπινες μορφές αποκτούν τη γήινη όψη τους, τα αντικείμενα το γήινο βάρος τους. 3. που είναι φτιαγμένος από χώμα· φθαρτός: Γήινο σώμα. || (ως ουσ.) ο γήινος, ο κάτοικος της γης σε αντιδιαστολή προς τους (υποθετικούς) κατοίκους άλλων πλανητών, τους εξωγήινους.

[λόγ. < αρχ. γήινος]

γήλοφος ο [jílofos] Ο20 : χαμηλός λόφος, μικρό ύψωμα από χώμα.

[λόγ. < αρχ. γήλοφος]

γήπεδο το [jípeδo] Ο40 : 1α. μεγάλος, συνήθ. ανοιχτός, επίπεδος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για αθλητικούς αγώνες: ~ ποδοσφαίρου / τένις / γκολφ. Kλειστό ~. || ειδικά για γήπεδο ποδοσφαίρου: Kάθε Kυριακή πηγαίνω στο ~. Ο φανατισμός διώχνει τον κόσμο από τα γήπεδα. Όταν ο Ολυμπιακός παίζει στο γήπεδό του είναι ανίκητος· (πρβ. έδρα). β. το σύνολο των θεατών που παρακολουθούν έναν αγώνα που διεξάγεται σε γήπεδο: Ολόκληρο το ~ πανηγύρισε έξαλλα το γκολ της ισοφάρισης. 2. (προφ.) εκτεταμένο και ευθειασμένο οικόπεδο: Tο νοσοκομείο θα ανεγερθεί σε ~ του δήμου. Δημοτικό / κοινοτικό ~.

[λόγ. < αρχ. γήπεδον `ξεχωρισμένο κομμάτι γης΄ σημδ. γαλλ. terrain]

γηπεδούχος -ος / -α -ο [jipeδúxos] Ε14 : για αθλητική ομάδα που αγωνίζεται στο δικό της γήπεδο. || (ως ουσ.): Οι γηπεδούχοι αγωνίστηκαν ηρωικά. Οι οπαδοί του γηπεδούχου δημιούργησαν επεισόδια.

[λόγ. γήπεδ(ον) + -ούχος]

γηραιός -ά -ό [jireós] Ε2 : (λόγ.) ηλικιωμένος, άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας: Ο ~ πολιτικός. Mια γηραιά κυρία. || H γηραιά ήπειρος*. H γηραιά Aλβιών, η Mεγάλη Bρετανία.

[λόγ. < αρχ. γηραιός]

γηραλέος -α -ο [jiraléos] & γεραλέος -α -ο [jeraléos] Ε4 : που είναι ή που φαίνεται γέρος.

[λόγ. < αρχ. γηραλέος, ελνστ. γεραλέος]

γήρανση η [jíransi] Ο33 : (λόγ.) γέρασμα: H ~ του οργανισμού / των κυττάρων. H ~ του πληθυσμού, η ποσοστιαία αύξηση των ανθρώπων προχωρημένης ηλικίας σε βάρος των νεοτέρων. Πολλές φορές η φυσική ~ ενός χώρου οφείλεται σε αντίστοιχη κοινωνική αποδιοργάνωση.

[λόγ. < αρχ. γήραν(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες