Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεώμορο
1 εγγραφή
γεώμορο το [jeómoro] Ο40 : το ποσοστό της συγκομιδής που καταβάλλει ο ενοικιαστής καλλιεργητής ως μίσθωμα στον ιδιοκτήτη του αγρού· μορτή.

[λόγ. < μσν. γεώμορον (στη σημερ. σημ.) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. γεωμόρος `που οργώνει τη γη΄ (μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.), αρχ. ουσ. γεωμόρος `αυτός που έχει μερίδιο γης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες