Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεώμορο το [jeómoro] Ο40 : το ποσοστό της συγκομιδής που καταβάλλει ο ενοικιαστής καλλιεργητής ως μίσθωμα στον ιδιοκτήτη του αγρού· μορτή.
[λόγ. < μσν. γεώμορον (στη σημερ. σημ.) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. γεωμόρος `που οργώνει τη γη΄ (μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.), αρχ. ουσ. γεωμόρος `αυτός που έχει μερίδιο γης΄]