Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεύμα το [jévma] Ο48 : 1. η ποσότητα της τροφής που παίρνει κάποιος σε τακτά χρονικά διαστήματα της ημέρας, για να ικανοποιήσει την πείνα ή την όρεξή του: Πόσα γεύματα δίνεις στο μωρό; Στην τιμή της εκδρομής περιλαμβάνονται και δύο γεύματα την ημέρα. || Ελαφρό / πλουσιοπάροχο / λιτό / λουκούλλειο* / πλήρες ~. 2. η διαδικασία και ο χρόνος παράθεσης ενός γεύματος: Πρόσκληση σε ~. Mετά το ~ ακολούθησε χορός. || το μεσημεριανό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημη συνεστίαση: Ο υπουργός θα παραθέσει ~. H ξένη αντιπροσωπεία παρεκάθησε σε ~ εργασίας. || (σπάν.) για επίσημο δείπνο.
[λόγ. < αρχ. γεῦμα `γεύση, τροφή΄ κατά τη σημασία των γιόμα, γέμα]
- γευματίζω [jevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω μεσημεριανό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Ο υπουργός θα γευματίσει με τους ξένους αντιπροσώπους.
[λόγ. επίδρ. στη λ. γεματίζω με βάση τη λ. γεύμα < μσν. γεματίζω < γεματ- (γέμα) -ίζω < αρχ. γεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]