Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεωπόνος
1 εγγραφή
γεωπόνος ο [jeopónos] Ο18 θηλ. γεωπόνος [jeopónos] Ο35 : ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία: Οι γεωπόνοι καθοδηγούν τους αγρότες για τη βελτίωση των καλλιεργειών.

[λόγ. < γαλλ. géopone (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. γεωπόνος `γεωργός΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες