Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεωλόγος
1 εγγραφή
γεωλόγος ο [jeolóγos] Ο18 θηλ. γεωλόγος [jeolóγos] Ο35 : ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωλογία.

[λόγ. < γαλλ. géologue < géo- = γεω- + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες