Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γευματίζω
1 εγγραφή
γευματίζω [jevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω μεσημεριανό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Ο υπουργός θα γευματίσει με τους ξένους αντιπροσώπους.

[λόγ. επίδρ. στη λ. γεματίζω με βάση τη λ. γεύμα < μσν. γεματίζω < γεματ- (γέμα) -ίζω < αρχ. γεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες