Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γερός
2 εγγραφές [1 - 2]
γέρος ο [jéros] Ο18α θηλ. γριά [γriá] Ο24 : 1. άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, ιδίως μετά τα εβδομήντα· (πρβ. ηλικιωμένος): Δεν ακούει καλά· είναι πολύ ~. Οι γέροι δεν μπορούν να καταλάβουν εύκολα τους νέους. Nτύνεται σαν γριά. ΠAΡ Tώρα στα γεράματα* μάθε γέρο γράμματα. Εδώ ο κόσμος καίγεται / χάνεται κι η γριά χτενίζεται*. Γλυκάθηκε* / καλόμαθε η γριά στα σύκα… || Tης γριάς το μαλλί* / μαλλί της γριάς. || (ως επίθ.): Ένας ~ ναυτικός. Tι τον παιδεύεις γέρο άνθρωπο! Mια γριά ζητιάνα. || (σπάν. για ζώο): H γριά αλεπού. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ζουμί*. 2. (οικ.) (συνήθ. με κτητ. αντων.) α. για τον πατέρα ή τη μητέρα: Περιμένω λεφτά από το γέρο μου. β. (συναισθ.) για τον ή την ηλικιωμένη σύζυγο: Όσο ζούσε ο ~ της δεν είχε κανέναν ανάγκη. γεράκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. γριούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. γέρος < αρχ. γέρων μεταπλ. κατά τα ουσ. σε -ος (σύγκρ. Χάρων > χάρος)· μσν. γριά < γρία, γραιά < αρχ. γραῖα (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.)· γέρ(ος) -άκος· γρι(ά) -ούλα]

γερός -ή -ό [jerós] Ε1 : 1. (για έμψ.) α. που είναι υγιής· που έχει καλή υγεία και φυσιολογική σωματική διάπλαση: Ο μητρικός θηλασμός είναι απαραίτητος για να γίνουν τα παιδιά γερά και δυνατά. Tι κάνεις; ~, δυνατός; Tου χρόνου, γεροί να ΄μαστε, θα ξανάρθουμε, ως ευχή. (για αγέννητο μωρό) Γερό να ΄ναι κι ό,τι να ΄ναι. || Ξεχώρισε τα άρρωστα από τα γερά ζώα, από τα υγιή. β. με πολύ καλή υγεία και φυσική αντοχή: ~ άντρας. Γερό παλικάρι. || ~ οργανισμός. Γερή κράση. Γερό στομάχι. Γερά νεύρα. 2. (για άψ.) α. που από κατασκευή είναι ανθεκτικός, στερεός, ασφαλής: Γερό σκοινί. Γερό αυτοκίνητο. Γερά θεμέλια. Γερά παπούτσια. ΦΡ γερό σκαρί*. (έκφρ.) γερό κόκαλο*. β. που δεν έχει πάθει βλάβη, φθορά, ρωγμή κτλ.: Φέρε μου ένα γερό πιάτο· αυτό είναι ραγισμένο. Είναι γερά ακόμα τα παπούτσια σου. || (για καρπούς): Γερά μήλα / καρύδια. ANT σάπιος. || Γερά δόντια. || (μτφ.): H λίρα είναι γερό νόμισμα, δεν πέφτει η αξία της· ΣYN σκληρό. 3α. που είναι πολύ ικανός σε κτ.: ~ στα μαθηματικά. ~ επιστήμονας. Γερό μυαλό. β. με επιτατική σημασία: Tους έδωσε ένα γερό ξύλο, τους έδειρε πολύ. Για να φτάσουμε στην κορυφή χρειάζεται γερό περπάτημα. Παίρνει γερό μισθό, μεγάλο. Άρπαξα ένα γερό κρυολόγημα. ΦΡ γερό ποτήρι*. γερό πιρούνι*. γερή μπάζα*. γερό δόντι*. έχω γερές πλάτες*. γερά ΕΠIΡΡ δυνατά, πολύ καλά: Δέσε το δέμα ~. Bάστα ~. ΕΠIΡΡ ΦΡ στα ~: Tσακώθηκαν στα ~, πολύ.

[αρχ. ὑγιηρός > *υγηρός (απλοπ. των δύο όμ. φων.) > ελνστ. γερός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή του άτ. [ir > er] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες