Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεροξούρας
1 εγγραφή
γεροξούρας ο [jeroksúras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) & γεροξούρης ο [jeroksúris] Ο11 : (προφ., μειωτ.) για γέρο.

[γερο- 1 + ξούρας < ξούρ(α)2 -ας· γεροξούρ(ας) μεταπλ. -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες