Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεροντολόγος
1 εγγραφή
γεροντολόγος ο [jerondolóγos] Ο18 θηλ. γεροντολόγος [jerondolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη γεροντολογία.

[λόγ. < αγγλ. gerontologist < geronto- = γεροντο- + -logist = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες