Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γερμανοτσολιάς
1 εγγραφή
γερμανοτσολιάς ο [jermanotsolás] Ο1 : (μειωτ.) μέλος των ταγμάτων ασφαλείας που συνεργάστηκαν με τους ναζί κατά τη διάρκεια της Kατοχής στην Ελλάδα· ταγματασφαλίτης.

[Γερμαν(ός) -ο- + τσολιάς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες