Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενεαλογία
1 εγγραφή
γενεαλογία η [jenealojía] Ο25 : 1. αναζήτηση και λεπτομερής απαρίθμηση, κατά χρονολογική σειρά, των προγόνων ενός ατόμου ή μιας οικογένειας, η τεκμηριωμένη καταγωγή του απογόνου στον οποίο αναφέρεται η γενεαλογία. || κλάδος της ιστορίας που ερευνά την καταγωγή επιφανών προσώπων και γενών. 2. (βιολ.) η σειρά των ειδών που προηγούνται χρονικά ενός σύγχρονου είδους και που προέρχονται με γενεαλογική σειρά το ένα από το άλλο.

[λόγ. < αρχ. γενεαλογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες