Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γενεά η [jeneá] Ο24 : (λόγ.) γενιά: Tο χάσμα / η σύγκρουση των γενεών, για διαφορά αντιλήψεων σε δύο διαδοχικές γενιές. ΦΡ τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις, τον έβρισε πάρα πολύ. (επί) γενεές γενεών, για μεγάλο χρονικό διάστημα. μέχρις* εβδόμης γενεάς.
[λόγ. < αρχ. γενεά]
- γενεαλογία η [jenealojía] Ο25 : 1. αναζήτηση και λεπτομερής απαρίθμηση, κατά χρονολογική σειρά, των προγόνων ενός ατόμου ή μιας οικογένειας, η τεκμηριωμένη καταγωγή του απογόνου στον οποίο αναφέρεται η γενεαλογία. || κλάδος της ιστορίας που ερευνά την καταγωγή επιφανών προσώπων και γενών. 2. (βιολ.) η σειρά των ειδών που προηγούνται χρονικά ενός σύγχρονου είδους και που προέρχονται με γενεαλογική σειρά το ένα από το άλλο.
[λόγ. < αρχ. γενεαλογία]
- γενεαλογικός -ή -ό [jenealojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γενεαλογία: ~ πίνακας. Γενεαλογικό δέντρο, γραφική παράσταση της γενεαλογικής σειράς ενός συγκεκριμένου προσώπου ή μιας οικογένειας.
[λόγ. < ελνστ. γενεαλογικός]