Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεναριάτικος
1 εγγραφή
γεναριάτικος -η -ο [jenarjátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το Γενάρη ή που εμφανίζεται, που γίνεται το Γενάρη: Γεναριάτικο φεγγάρι. Γεναριάτικο κρύο. Γεναριάτικη λιακάδα. || Είναι ~, γεννήθηκε το Γενάρη. γεναριάτικα ΕΠIΡΡ: ~ δεν ταξιδεύει κανένας με βαπόρι.

[Γενάρ(ης) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες