Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενάτος
1 εγγραφή
γενάτος -η -ο [jenátos] Ε3 : (προφ.) για άνδρα ή για νεαρό που έχει γένια.

[μσν. γενάτος < γέν(ι) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες