Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεμιστός
1 εγγραφή
γεμιστός -ή -ό [jemistós] Ε1 : συνήθ. για φαγητά ή για γλυκά με γέμιση: Γαλοπούλα γεμιστή. Nτομάτες / πιπεριές γεμιστές. || (ως ουσ.) τα γεμιστά, ντομάτες, πιπεριές, κολοκυθάκια κτλ. γεμισμένα με ρύζι ή και με κιμά, και ψημένα στο φούρνο.

[ελνστ. γεμιστός `γεμάτος΄, με αλλ. της σημ. κατά το ρ. γεμίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες