Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γείτσες
1 εγγραφή
γείτσες [jítses] επιφ. : (συναισθ.) ευχή σε κπ. που φταρνίζεται· γεια σου!

[πληθ. του γείτσα < *υγείτσα (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του υγει(ά) -ίτσα και απλοπ. των δύο όμ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες