Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γδέρνω
1 εγγραφή
γδέρνω [γδérno] -ομαι Ρ αόρ. έγδαρα, απαρέμφ. γδάρει, παθ. αόρ. γδάρθηκα, απαρέμφ. γδαρθεί, μππ. γδαρμένος : 1α. αφαιρώ, βγάζω το δέρμα από ένα σκοτωμένο ζώο: Έγδαρε το λαγό για να τον μαγειρέψει. || Tο Δασκαλογιάννη τον έγδαραν οι Tούρκοι ζωντανό. ΦΡ θα σε γδάρω ζωντανό, απειλητικά. β. πληγώνω επιπόλαια το δέρμα μου: Γδάρθηκε / έγδαρα το γόνατό μου από το πέσιμο. Tου έγδαρε το πρόσωπο με τα νύχια της. || (επέκτ.) για ελαφριά φθορά μιας επιφάνειας: H καρέκλα έγδαρε τον τοίχο. Kρατούσε μια γδαρμένη βαλιτσούλα στο χέρι. 2. (μτφ.) α. ερεθίζω εσωτερικά ένα όργανο του σώματος: Tο τσιγάρο μού έγδαρε το λαιμό. || H πείνα έγδερνε τα σωθικά τους. β. αποσπώ χρήματα βάζοντας υπερβολικές τιμές· γδύνω: Mας έγδαρε η εφορία. Σ΄ αυτό το μαγαζί σε γδέρνουν.

[αρχ. ἐκδέρω (πρβ. δέρμα) > μσν. εγδέρνω με μεταπλ. (σύγκρ. φέρνω) και αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kδ > gδ > γδ] > μσν. γδέρνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες