Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαϊδουρογάιδαρος
1 εγγραφή
γαϊδουρογάιδαρος ο [γaiδuroγ(ái)δaros] Ο20 : (οικ.) για άνθρωπο εξαιρετικά αγενή, αναίσθητο ή αχάριστο.

[γαϊδουρο- + γάιδαρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες