Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαϊδουρο- [γ(ai)δuro] & γαϊδουρό- [γ(ai)δuró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γαϊδουρ- [γ(ai)δur], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αφορά το ζώο γάιδαρος: γαϊδουρόγαλα, ~καβαλαρία. β. χαρακτηρίζει άνθρωπο με αγενή, χυδαία ή απρεπή συμπεριφορά: γαϊδουράνθρωπος, γαϊδουρόμουτρο. 2. με επιτατική λειτουργία δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό είναι υπερβολικά ενοχλητικό, άγαρμπο, μεγάλο: γαϊδουρόβηχας, ~φωνάρα, γαϊδουρόκομπος, ~πόδαρο, ~πείνα. 3. στην κοινή ονομασία φυτών, ψαριών κτλ.: γαϊδουράγκαθο, γαϊδουραγγουριά, γαϊδουρόχορτο, γαϊδουρόψαρο.
[θ. του ουσ. γαϊδούρ(ι) -ο-]
- γαϊδουρόβηχας ο [γaiδuróvixas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) βήχας πολύ δυνατός και συνεχής: M΄ έπιασε ένας ~. Έχω ένα γαϊδουρόβηχα!
[γαϊδουρο- + βήχας]
- γαϊδουρογάιδαρος ο [γaiδuroγ(ái)δaros] Ο20 : (οικ.) για άνθρωπο εξαιρετικά αγενή, αναίσθητο ή αχάριστο.
[γαϊδουρο- + γάιδαρος]
- γαϊδουρογυρεύω [γaiδurojirévo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : μόνο στην ΠAΡ Kάλλιο γαϊδουρόδενε* παρά γαϊδουρογύρευε.
[γαϊδουρο- + γυρεύω]
- γαϊδουροδένω [γaiδuroδéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : μόνο στην ΠAΡ Kάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε, είναι προτιμότερο να είναι κανείς προνοητικός, παρά να προσπαθεί εκ των υστέρων να μετριάσει τις συνέπειες μιας πράξης του.
[γαϊδουρο- + δένω]
- γαϊδουροκαβάλα η [γaiδurokavála] Ο25α : πορεία πάνω σε γάιδαρο· γαϊδουροκαβαλαρία. || (ως επίρρ.).
[γαϊδουρο- + καβάλα]
- γαϊδουροκαβαλαρία η [γaiδurokavalaría] Ο25α : (συνήθ. ειρ.) πορεία πάνω σε γάιδαρο: Kάναμε ~. || (ως επίρρ.): Πήγαμε στο χωριό ~.
[γαϊδουρο- + καβαλαρία]
- γαϊδουροκαλόκαιρο το [γ(ai)δurokalókero] Ο41 : 1. (οικ.) υπερβολικά ζεστό καλοκαίρι. 2. οι ζεστές μέρες στα τέλη του Οκτώβρη· το μικρό καλοκαιράκι.
[γαϊδουρο- + καλοκαίρ(ι) -ο]
- γαϊδουροκέφαλος -η -ο [γ(ai)δurokéfalos] Ε5 : (οικ.) ΣYN χοντροκέφαλος. 1. για κπ. που δύσκολα καταλαβαίνει ή αντιλαμβάνεται κτ. 2. ισχυρογνώμονας.
[γαϊδουρο- + κεφάλ(ι) -ος]
- γαϊδουρολάτης ο [γaiδurolátis] Ο10 : (λαϊκότρ.) αυτός που οδηγεί γάιδαρο.
[μσν. *γαϊδουρολάτης (πρβ. μσν. γαδουρολάτης) < γαϊδουρο- + -λάτης]