Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαστρο-
1 εγγραφή
γαστρο- [γastro] & γαστρό- [γastró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γαστρ- [γastr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & (σπάν.) γαστρι- [γastri] & γαστρί- [γastrí] (βλ. σημ. 2) & γαστερό- [γasteró] (βλ. σημ. 3) : το λόγιο ουσ. γαστήρ ως α' συνθετικό. 1. (ιατρ.) με αναφορά: α. στην περιοχή του στομάχου: ~ρραγία, ~σκόπιο· ~θωρακικός, ~ηπατικός. β. γενικά στην κοιλιακή χώρα: γαστραλγία, ~πτωσία και γαστρόπτωση, κοιλιοπτωσία. 2. με αναφορά στο φαγητό (παρασκευή, λήψη, απόλαυση κτλ.): γαστριμαργία, γαστρίμαργος, ~νομία, ~νόμος. 3. (ζωολ.) γαστερόποδα, γαστερόστομα.

[λόγ. < αρχ. γαστρ(ο)- θ. του ουσ. γαστήρ `κοιλιά΄ (γεν.: γαστρός) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γαστρο-κνημία, ελνστ. γαστρο-νομία, γαστρο-ρραφία `ράψιμο πληγής στην κοιλιά΄ & διεθ. gastr(o)- < αρχ. γαστρ(ο)-: γαστρ-ίτιδα < νλατ. gastritis· λόγ. < αρχ. γαστρι- θ. γαστρ- του ουσ. γαστήρ `κοιλιά΄ (γεν.: γαστρός) -ι- ως α' συνθ.: αρχ. γαστρι-μαργία· λόγ. < διεθ. gastero- < ελνστ. γαστερο- θ. γαστερ- του ουσ. γαστήρ `κοιλιά΄ (γεν.: γαστέρος) -ο- ως α' συνθ.: γαστερό-ποδα < νλατ. gasteropoda]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες