Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαστρορραγία η [γastrorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία του στομάχου που οφείλεται σε ρήξη αγγείου.
[λόγ. < γαλλ. gastrorragie < gastro- = γαστρο- + -rragie = -ρραγία]