Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαστρονόμος
1 εγγραφή
γαστρονόμος ο [γastronómos] Ο18 θηλ. γαστρονόμος [γastronómos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με τη γαστρονομία.

[λόγ. γαστρονομ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες