Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαστρεντερολογία η [γastrenderolojía] Ο25 : (ιατρ.) ειδικότητα της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τις παθήσεις του στομάχου και των εντέρων.
[λόγ. < γαλλ. gastroentérologie < gastro- = γαστρο- + entero- = εντερο- + -logie = -λογία με αποβ. του -ο- πριν από άλλο φων.]