Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαρμπής ο [γarbís] Ο8 : (ναυτ.) ο νοτιοδυτικός άνεμος: Φυσάει από προχτές ένας τρελός ~.
[μσν. γαρμπής < αραβ. garbī `δυτικός΄ μέσω του βεν. garbin (με τροπή του τελ. συμφ. σε -ς και αρσ. κατά τις λ. αέρας, βοριάς) ή μέσω του τουρκ. garbi -ς]