Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαρμπής
1 εγγραφή
γαρμπής ο [γarbís] Ο8 : (ναυτ.) ο νοτιοδυτικός άνεμος: Φυσάει από προχτές ένας τρελός ~.

[μσν. γαρμπής < αραβ. garbī `δυτικός΄ μέσω του βεν. garbin (με τροπή του τελ. συμφ. σε και αρσ. κατά τις λ. αέρας, βοριάς) ή μέσω του τουρκ. garbi ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες